κοκορομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκορομαχία οι κοκορομαχίες
      γενική της κοκορομαχίας των κοκορομαχιών
    αιτιατική την κοκορομαχία τις κοκορομαχίες
     κλητική κοκορομαχία κοκορομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκορομαχία < κόκορας + -μαχία (< μάχη)

Ουσιαστικό

κοκορομαχία θηλυκό

  1. η μάχη ανάμεσα σε δυο κόκορες
    σε μερικές χώρες πραγματοποιούνται ακόμα οργανωμένες κοκορομαχίες
  2. (μεταφορικά) η λογομαχία για ανόητο λόγο που χαρακτηρίζεται από μεγάλο πείσμα και εγωισμό και από τα δύο μέρη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.