κρύος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρύος η κρύα το κρύο
      γενική του κρύου της κρύας του κρύου
    αιτιατική τον κρύο την κρύα το κρύο
     κλητική κρύε κρύα κρύο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρύοι οι κρύες τα κρύα
      γενική των κρύων των κρύων των κρύων
    αιτιατική τους κρύους τις κρύες τα κρύα
     κλητική κρύοι κρύες κρύα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρύος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρύος < αρχαία ελληνική κρύος (ουδέτερο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρύος

Επίθετο

κρύος, -α, -ο

  1. που έχει χαμηλή, σε σχέση με το ανθρώπινο σώμα, θερμοκρασία
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει εξυπνάδα, χιούμορ ή είναι ανόητος
  3. που δεν έχει κάνει ή δεν του έχει γίνει προθέρμανση

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

κρύος < αρχαία ελληνική κρύος (ουδέτερο)

Επίθετο

κρύος

  1. κρύος, παγωμένος, ψυχρός
  2. δροσερός και μεταφορικά: δροσάτος, όμορφος
  3. (μεταφορικά) άχαρος, άτονος
  4. (μεταφορικά) εξαντλημένος

  • κρυγιός
  • κρυός

Εκφράσεις

  • μένω κρύος (παγώνω από το φόβο μου)

Σύνθετα

Ουσιαστικό

κρύος ουδέτερο

Παράγωγα

  • κρύο (ουδέτερο) κρύγιο
  • κρυότης, κρυότη, κρυότητα

Ετυμολογία 2

κρύος < αρχαία ελληνική κρύος (αρσενικό) στη σημασία: κρύσταλλο

Επίθετο

κρύος

Ουσιαστικό

κρύος αρσενικό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κρύος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kreus-[1] (ρίγος) ή *kruh₂-[1] (αίμα)

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κρύος τὰ κρύη - κρύε
      γενική τοῦ κρύους - κρύεος τῶν κρυῶν - κρυέων
      δοτική τῷ κρύει - κρύεῐ̈ τοῖς κρύεσ(ν)
    αιτιατική τὸ κρύος τὰ κρύη - κρύεα
     κλητική ! κρύος κρύη - κρύεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρύει - κρύεε
γεν-δοτ τοῖν  κρυοῖν - κρυέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κρύος ουδέτερο

Ουσιαστικό

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρύος οἱ κρύοι
      γενική τοῦ κρύου τῶν κρύων
      δοτική τῷ κρύ τοῖς κρύοις
    αιτιατική τὸν κρύον τοὺς κρύους
     κλητική ! κρύε κρύοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρύω
γεν-δοτ τοῖν  κρύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κρύος αρσενικό

Αναφορές

  1. κρύος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.