ρίγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρίγος | τα | ρίγη |
| γενική | του | ρίγους | των | ριγών |
| αιτιατική | το | ρίγος | τα | ρίγη |
| κλητική | ρίγος | ρίγη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρίγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῖγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρί‐γος
Ουσιαστικό
ρίγος ουδέτερο
- έντονο τρέμουλο ή ανατριχίλα που διαπερνά το σώμα εξαιτίας μεγάλης σωματικής έντασης (ως σύμπτωμα κούρασης) ή ψυχικής φόρτισης (ως εκδήλωση συγκίνησης ή οργής) ή μεγάλου ψύχους (ως σύμπτωμα πυρετού)
- (μεταφορικά) μεγάλη συγκίνηση
- ↪ ρίγη ενθουσιασμού
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.