κρυώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρυώνω < κρύ(ο) + -ώνω. Δείτε και το μεσαιωνικό κρυαίνω.

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾiˈo.no/

Ρήμα

κρυώνω, πρτ.: κρύωνα, στ.μέλλ.: θα κρυώσω, αόρ.: κρύωσα, μτχ.π.π.: κρυωμένος

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο κρύο, του χαμηλώνω τη θερμοκρασία
  2. (αμετάβατο) πέφτει η θερμοκρασία μου
    το φαγητό κρύωσε πια, δεν τρώγεται έτσι
  3. (αμετάβατο) αισθάνομαι το εξωτερικό ψύχος
    Κρυώνω πολύ! Θα ανάψω το τζάκι να ζεσταθώ.
  4. (αμετάβατο) (στους συνοπτικούς χρόνους) αδιαθετώ, αρπάζω κρύωμα και δεν αισθάνομαι καλά
    δεν πήγα σήμερα στη δουλειά επειδή κρύωσα/είμαι κρυωμένος
     συνώνυμα: κρυολογώ

Παράγωγα

Συγγενικά

Συνώνυμα

μεταβατικά:

έννοια "αισθάνομαι το κρύο":

με έμφαση

έννοια "αδιαθετώ"

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.