κρύο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρύο τα κρύα
      γενική του κρύου των κρύων
    αιτιατική το κρύο τα κρύα
     κλητική κρύο κρύα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρύο < μεσαιωνική ελληνική κρύο < αρχαία ελληνική κρύος (ουδέτερο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kreus-[1] (ρίγος) ή *kruh₂-[1] (αίμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾi.o/

Ουσιαστικό

κρύο ουδέτερο

  1. η ύπαρξης ψυχρών θερμοκρασιών σε μια περιοχή ή θερμοκρασιών κατώτερων από τις συνηθισμένες ή ανεκτές σε μια περιοχή
  2. (συνεκδοχικά) κρυολόγημα
  3. (πληθυντικός) κρύα: η κρύα περίοδος του χειμώνα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κρύο

  1. αιτιατική ενικού του κρύος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κρύος

Αναφορές

  1. κρύος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.