παγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παγωμένος | η | παγωμένη | το | παγωμένο |
| γενική | του | παγωμένου | της | παγωμένης | του | παγωμένου |
| αιτιατική | τον | παγωμένο | την | παγωμένη | το | παγωμένο |
| κλητική | παγωμένε | παγωμένη | παγωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παγωμένοι | οι | παγωμένες | τα | παγωμένα |
| γενική | των | παγωμένων | των | παγωμένων | των | παγωμένων |
| αιτιατική | τους | παγωμένους | τις | παγωμένες | τα | παγωμένα |
| κλητική | παγωμένοι | παγωμένες | παγωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγώνω
Μετοχή
παγωμένος, -η, -ο
- που έχει παγώσει
- που έχει γίνει πάγος επειδή η θερμοκρασία του έπεσε κάτω από τους 0o Κελσίου
- (για ζωντανό οργανισμό) που έχει μειωθεί πολύ η θερμοκρασία του από το κρύο
- (μεταφορικά) που έχει μείνει ακίνητος ή νιώθει ρίγος από φόβο, τρόμο
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας η οποία υποδηλώνει εχθρότητα
- οι σχέσεις των δύο πολιτικών εδώ και μήνες φέρονται να είναι παγωμένες (από ιστοσελίδα)
- που χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, πολύ κρύος
- ο παγωμένος χειμώνας του 19..
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.