απαγχονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαγχονίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαγχονίζω → δείτε και τις λέξεις αγχόνη και άγχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.paŋ.xoˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παγ‐χο‐νί‐ζω
Ρήμα
απαγχονίζω, αόρ.: απαγχόνισα, παθ.φωνή: απαγχονίζομαι, π.αόρ.: απαγχονίστηκα, μτχ.π.π.: απαγχονισμένος
Συγγενικά
- απαγχόνιση
- απαγχονισμένος
- απαγχονισμός
- → δείτε και τις λέξεις αγχόνη και άγχος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαγχονίζω | απαγχόνιζα | θα απαγχονίζω | να απαγχονίζω | απαγχονίζοντας | |
| β' ενικ. | απαγχονίζεις | απαγχόνιζες | θα απαγχονίζεις | να απαγχονίζεις | απαγχόνιζε | |
| γ' ενικ. | απαγχονίζει | απαγχόνιζε | θα απαγχονίζει | να απαγχονίζει | ||
| α' πληθ. | απαγχονίζουμε | απαγχονίζαμε | θα απαγχονίζουμε | να απαγχονίζουμε | ||
| β' πληθ. | απαγχονίζετε | απαγχονίζατε | θα απαγχονίζετε | να απαγχονίζετε | απαγχονίζετε | |
| γ' πληθ. | απαγχονίζουν(ε) | απαγχόνιζαν απαγχονίζαν(ε) |
θα απαγχονίζουν(ε) | να απαγχονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαγχόνισα | θα απαγχονίσω | να απαγχονίσω | απαγχονίσει | ||
| β' ενικ. | απαγχόνισες | θα απαγχονίσεις | να απαγχονίσεις | απαγχόνισε | ||
| γ' ενικ. | απαγχόνισε | θα απαγχονίσει | να απαγχονίσει | |||
| α' πληθ. | απαγχονίσαμε | θα απαγχονίσουμε | να απαγχονίσουμε | |||
| β' πληθ. | απαγχονίσατε | θα απαγχονίσετε | να απαγχονίσετε | απαγχονίστε | ||
| γ' πληθ. | απαγχόνισαν απαγχονίσαν(ε) |
θα απαγχονίσουν(ε) | να απαγχονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απαγχονίσει | είχα απαγχονίσει | θα έχω απαγχονίσει | να έχω απαγχονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απαγχονίσει | είχες απαγχονίσει | θα έχεις απαγχονίσει | να έχεις απαγχονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απαγχονίσει | είχε απαγχονίσει | θα έχει απαγχονίσει | να έχει απαγχονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαγχονίσει | είχαμε απαγχονίσει | θα έχουμε απαγχονίσει | να έχουμε απαγχονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απαγχονίσει | είχατε απαγχονίσει | θα έχετε απαγχονίσει | να έχετε απαγχονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαγχονίσει | είχαν απαγχονίσει | θα έχουν απαγχονίσει | να έχουν απαγχονίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαγχονίζομαι | απαγχονιζόμουν(α) | θα απαγχονίζομαι | να απαγχονίζομαι | ||
| β' ενικ. | απαγχονίζεσαι | απαγχονιζόσουν(α) | θα απαγχονίζεσαι | να απαγχονίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | απαγχονίζεται | απαγχονιζόταν(ε) | θα απαγχονίζεται | να απαγχονίζεται | ||
| α' πληθ. | απαγχονιζόμαστε | απαγχονιζόμαστε απαγχονιζόμασταν |
θα απαγχονιζόμαστε | να απαγχονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | απαγχονίζεστε | απαγχονιζόσαστε απαγχονιζόσασταν |
θα απαγχονίζεστε | να απαγχονίζεστε | (απαγχονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | απαγχονίζονται | απαγχονίζονταν απαγχονιζόντουσαν |
θα απαγχονίζονται | να απαγχονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαγχονίστηκα | θα απαγχονιστώ | να απαγχονιστώ | απαγχονιστεί | ||
| β' ενικ. | απαγχονίστηκες | θα απαγχονιστείς | να απαγχονιστείς | απαγχονίσου | ||
| γ' ενικ. | απαγχονίστηκε | θα απαγχονιστεί | να απαγχονιστεί | |||
| α' πληθ. | απαγχονιστήκαμε | θα απαγχονιστούμε | να απαγχονιστούμε | |||
| β' πληθ. | απαγχονιστήκατε | θα απαγχονιστείτε | να απαγχονιστείτε | απαγχονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | απαγχονίστηκαν απαγχονιστήκαν(ε) |
θα απαγχονιστούν(ε) | να απαγχονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απαγχονιστεί | είχα απαγχονιστεί | θα έχω απαγχονιστεί | να έχω απαγχονιστεί | απαγχονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις απαγχονιστεί | είχες απαγχονιστεί | θα έχεις απαγχονιστεί | να έχεις απαγχονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απαγχονιστεί | είχε απαγχονιστεί | θα έχει απαγχονιστεί | να έχει απαγχονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαγχονιστεί | είχαμε απαγχονιστεί | θα έχουμε απαγχονιστεί | να έχουμε απαγχονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απαγχονιστεί | είχατε απαγχονιστεί | θα έχετε απαγχονιστεί | να έχετε απαγχονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαγχονιστεί | είχαν απαγχονιστεί | θα έχουν απαγχονιστεί | να έχουν απαγχονιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απαγχονισμένος - είμαστε, είστε, είναι απαγχονισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απαγχονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απαγχονισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απαγχονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απαγχονισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απαγχονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απαγχονισμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.