κρέμαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρέμαση οι κρεμάσεις
      γενική της κρέμασης* των κρεμάσεων
    αιτιατική την κρέμαση τις κρεμάσεις
     κλητική κρέμαση κρεμάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρεμάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρέμαση < αρχαία ελληνική κρέμασις < κρεμάννυμι / κρεμαννύω / κρεμάω

Ουσιαστικό

κρέμαση θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) οικοδομικό στοιχείο που προεξέχει προς τα κάτω
  2. (αρχιτεκτονική) (παρωχημένο) κατασκευή, πλατιά στο επάνω μέρος και στενότερη στο κάτω, μέσω της οποίας έφτανε το νερό με δύναμη μέσα σ’ έναν νερόμυλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.