κρημνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρημνός οι κρημνοί
      γενική του κρημνού των κρημνών
    αιτιατική τον κρημνό τους κρημνούς
     κλητική κρημνέ κρημνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρημνός < αρχαία ελληνική κρημνός

Ουσιαστικό

κρημνός αρσενικό

  1. γκρεμός, βάραθρο
    Κάτω ἔχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλῶν σκοτοδίνην, σημειούμενος ἀπὸ ὀλίγους ἕρποντας θάμνους ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐφαίνοντο εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς ἐκείνης ὡς νὰ ἦσαν κακοποιοὶ ψηλαφῶντες καὶ ἀναρριχώμενοι ἢ καὶ σκαλικάντζαροι ἐλλοχεύοντες καὶ καραδοκοῦντες ὣς νὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς οἰκίας διὰ τῶν καπνοδόχων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
  2. (ιατρική) τμήμα ιστού, κυρίως δέρματος, που χρησιμοποιείται σε πλαστικές επεμβάσεις ως μόσχευμα χωρίς να αποκοπεί ολοκληρωτικά από την αρχική του θέση
    αναπέταση κρημνού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.