ξεκρεμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεκρεμώ < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ξεκρεμνῶ (και ξεκρεμῶ, ξεκρεμάζω) < ξε + κρεμνῶ ( < ελληνιστική κοινή ή μεταγενέστερη κρεμάω και κρεμνάω· ίσως και από συνδυασμό των λέξεων της αρχαιοελληνικής κρημνός και κρεμάννυμι, ή κρεμύω
Ρήμα
ξεκρεμώ και ξεκρεμάω
- βγάζω κάτι από ένα σημείο στο οποίο ήταν κρεμασμένο, το κατεβάζω
- ↪ Αφού άκουσε ύποπτους θορύβους στον κήπο, ξεκρέμασε το δίκαννο από τον τοίχο του σαλονιού, το γέμισε και βγήκε με προσοχή από το σπίτι για να ελέγξει τον εξωτερικό χώρο.
- ↪ Μπορείς σε παρακαλώ να με βοηθήσεις να ξεκρεμάσω το πολύφωτο από το ταβάνι;
- ↪ Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να ξεκρεμάσουν τα κουφάρια των απαγχονισμένων από τα δέντρα της πλατείας· τα άφησαν επίτηδες τόσο πολύ, για παραδειγματισμό των κατοίκων του χωριού.
- ≠ αντώνυμα: κρεμώ, κρεμάω
- (παρωχημένο, αργκό των κλεφτών) κλέβω κάποιο αντικείμενο [1]
- ξεκρεμῶ (στο πολυτονικό)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεκρεμάω - ξεκρεμώ | ξεκρεμούσα | θα ξεκρεμάω - ξεκρεμώ | να ξεκρεμάω - ξεκρεμώ | ξεκρεμώντας | |
| β' ενικ. | ξεκρεμάς | ξεκρεμούσες | θα ξεκρεμάς | να ξεκρεμάς | ξεκρέμα - ξεκρέμαγε | |
| γ' ενικ. | ξεκρεμάει - ξεκρεμά | ξεκρεμούσε | θα ξεκρεμάει - ξεκρεμά | να ξεκρεμάει - ξεκρεμά | ||
| α' πληθ. | ξεκρεμάμε - ξεκρεμούμε | ξεκρεμούσαμε | θα ξεκρεμάμε - ξεκρεμούμε | να ξεκρεμάμε - ξεκρεμούμε | ||
| β' πληθ. | ξεκρεμάτε | ξεκρεμούσατε | θα ξεκρεμάτε | να ξεκρεμάτε | ξεκρεμάτε | |
| γ' πληθ. | ξεκρεμάν(ε) - ξεκρεμούν(ε) | ξεκρεμούσαν(ε) | θα ξεκρεμάν(ε) - ξεκρεμούν(ε) | να ξεκρεμάν(ε) - ξεκρεμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεκρέμασα | θα ξεκρεμάσω | να ξεκρεμάσω | ξεκρεμάσει | ||
| β' ενικ. | ξεκρέμασες | θα ξεκρεμάσεις | να ξεκρεμάσεις | ξεκρέμα - ξεκρέμασε | ||
| γ' ενικ. | ξεκρέμασε | θα ξεκρεμάσει | να ξεκρεμάσει | |||
| α' πληθ. | ξεκρεμάσαμε | θα ξεκρεμάσουμε | να ξεκρεμάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεκρεμάσατε | θα ξεκρεμάσετε | να ξεκρεμάσετε | ξεκρεμάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεκρέμασαν ξεκρεμάσαν(ε) |
θα ξεκρεμάσουν(ε) | να ξεκρεμάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεκρεμάσει | είχα ξεκρεμάσει | θα έχω ξεκρεμάσει | να έχω ξεκρεμάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεκρεμάσει | είχες ξεκρεμάσει | θα έχεις ξεκρεμάσει | να έχεις ξεκρεμάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεκρεμάσει | είχε ξεκρεμάσει | θα έχει ξεκρεμάσει | να έχει ξεκρεμάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεκρεμάσει | είχαμε ξεκρεμάσει | θα έχουμε ξεκρεμάσει | να έχουμε ξεκρεμάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεκρεμάσει | είχατε ξεκρεμάσει | θα έχετε ξεκρεμάσει | να έχετε ξεκρεμάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεκρεμάσει | είχαν ξεκρεμάσει | θα έχουν ξεκρεμάσει | να έχουν ξεκρεμάσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, αυτή η σημασία προέκυψε πιθανόν από τις κλοπές καπέλων και παλτών από τις κρεμάστρες ή τους καλόγερους των καφενείων· βλ. Παροιμίες του υποκόσμου [¹2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 34.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.