κρεμαστάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρεμαστάρι | τα | κρεμαστάρια |
| γενική | του | κρεμασταριού | των | κρεμασταριών |
| αιτιατική | το | κρεμαστάρι | τα | κρεμαστάρια |
| κλητική | κρεμαστάρι | κρεμαστάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρεμαστάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεμαστάριον (καντηλέρι) < κρεμαστός + -άριον (> -άρι)

Κρεμαστάρι τοίχου.
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾe.maˈsta.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐μα‐στά‐ρι
Ουσιαστικό
κρεμαστάρι ουδέτερο
- η κρεμάστρα
- (ειδικότερα, παρωχημένο) φρούτο κρεμασμένο για να ωριμάσει ή για να συντηρηθεί
- (γενικότερα) σχεδόν οποιοδήποτε αντικείμενο χρησιμοποιείται για να κρεμάσουμε κάτι
- (μεταφορικά, μειωτικό) όταν αναφερόμαστε σε πεσμένο γυναικείο στήθος
Παράγωγα
- κρεμασταράκι
Παροιμίες
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια
Μεταφράσεις
κρεμαστάρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.