κρεμανταλάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρεμανταλάς | οι | κρεμανταλάδες |
| γενική | του | κρεμανταλά | των | κρεμανταλάδων |
| αιτιατική | τον | κρεμανταλά | τους | κρεμανταλάδες |
| κλητική | κρεμανταλά | κρεμανταλάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾe.man.daˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐μα‐ντα‐λάς
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρεμάω
Μεταφράσεις
- , Νίκος Λ. Πασχαλούδης, Τα Τερπνιώτικα και τα Νιγριτινά, 2η ηλεκτρονική έκδοση, σ. 175 (κριμανταλάς). «Οι Σαρακατσάνοι έξω από τις καλύβες τους είχαν έναν κρεμανταλά, δηλαδή ένα μεγάλο ντάλ(ι)/κλαδί με παρακλάδια, κάτι σαν τον καλόγερο των σύγχρονων σπιτιών, στο οποίο κρεμούσαν διάφορα αντικείμενα».
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.