κρεμανταλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρεμανταλάς οι κρεμανταλάδες
      γενική του κρεμανταλά των κρεμανταλάδων
    αιτιατική τον κρεμανταλά τους κρεμανταλάδες
     κλητική κρεμανταλά κρεμανταλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρεμανταλάς < *κρεμανταράς < κρεμώ
ή *κρεμομανταλάς (απλολογία) < κρεμώ + μανταλάκι + -άς)
ή κρεμανταλάς < κρεμώ + τουρκ. dal (=κλαδί) + -άς [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾe.man.daˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρεμανταλάς

Ουσιαστικό

κρεμανταλάς αρσενικό (θηλυκό κρεμανταλού)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. , Νίκος Λ. Πασχαλούδης, Τα Τερπνιώτικα και τα Νιγριτινά, 2η ηλεκτρονική έκδοση, σ. 175 (κριμανταλάς). «Οι Σαρακατσάνοι έξω από τις καλύβες τους είχαν έναν κρεμανταλά, δηλαδή ένα μεγάλο ντάλ(ι)/κλαδί με παρακλάδια, κάτι σαν τον καλόγερο των σύγχρονων σπιτιών, στο οποίο κρεμούσαν διάφορα αντικείμενα».
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.