γκρεμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκρεμός οι γκρεμοί
      γενική του γκρεμού των γκρεμών
    αιτιατική τον γκρεμό τους γκρεμούς
     κλητική γκρεμέ γκρεμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Εντυπωσιακοί γκρεμοί σκεπάζουν την Κόκκινη Παραλία της Σαντορίνης

Ετυμολογία

γκρεμός < αρχαία ελληνική κρημνός

Ουσιαστικό

γκρεμός αρσενικό, πληθυντικός γκρεμοί, γκρεμνοί, ή γκρεμνά

  1. (γεωγραφία) μεγάλο απότομο κόψιμο, σχεδόν κατακόρυφο, σε βραχώδες τοπίο
    Τὸν κόσμο αὐτὸ γιὰ πάντα / μὲ μιὰ χτυπιά, σ' ἕνα γκρεμό νὰ τὸν κατρακυλίσῃ (Κωστῆς Παλαμᾶς, Ἡ φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ, Λόγος ἕβδομος, 1910)
  2. (μεταφορικά) η καταστροφή
    Βλέπω μπροστά μου τὸ γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση (Γιῶργος Σεφέρης, Δήλωση, 28 Μαρτίου 1969, Νέα κείμενα 2, 1971)
    Αυτή η αγάπη θα με ρίξει στο γκρεμό, στοχαζόταν ο Σακαρέλος κι ήταν έτοιμος να πει το όχι. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • κρημνοβάτης
  • κρημνοβατώ
  • κρημνοτσακίζω
  • κρημνοφοβία
  • κρημνώδης
  • κρημνώρεια
  • ορθόκρημνος
  • πολύκρημνος
  • υψίκρημνος
  • υψηλόκρημνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.