κρεμασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρεμασμένος | η | κρεμασμένη | το | κρεμασμένο |
| γενική | του | κρεμασμένου | της | κρεμασμένης | του | κρεμασμένου |
| αιτιατική | τον | κρεμασμένο | την | κρεμασμένη | το | κρεμασμένο |
| κλητική | κρεμασμένε | κρεμασμένη | κρεμασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρεμασμένοι | οι | κρεμασμένες | τα | κρεμασμένα |
| γενική | των | κρεμασμένων | των | κρεμασμένων | των | κρεμασμένων |
| αιτιατική | τους | κρεμασμένους | τις | κρεμασμένες | τα | κρεμασμένα |
| κλητική | κρεμασμένοι | κρεμασμένες | κρεμασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
κρεμασμένος, -η, -ο
- που έχει κρεμαστεί
- στερεωμένος ή αναρτημένος σε ψηλό σημείο
- Στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα πριόνι και στo τραπέζι αφημένος ένας μπαλτάς.
- (οικείο) απαγχονισμένος (αυτόχειρας ή θύμα δολοφονίας ή εκτελεσμένος)
- Η μπαλάντα των κρεμασμένων (Ο επικήδειος του Βιγιόν)
- (οικείο) γαντζωμένος, γραπωμένος, απόλυτα εξαρτημένος
- Είχε όμως τη γυναίκα κρεμασμένη πάνω του (Μπρέχτ, Η Χαζή Γυναίκα)
Εκφράσεις
- στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.