κρεμάμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρεμάμενος | η | κρεμάμενη | το | κρεμάμενο |
| γενική | του | κρεμάμενου | της | κρεμάμενης | του | κρεμάμενου |
| αιτιατική | τον | κρεμάμενο | την | κρεμάμενη | το | κρεμάμενο |
| κλητική | κρεμάμενε | κρεμάμενη | κρεμάμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρεμάμενοι | οι | κρεμάμενες | τα | κρεμάμενα |
| γενική | των | κρεμάμενων | των | κρεμάμενων | των | κρεμάμενων |
| αιτιατική | τους | κρεμάμενους | τις | κρεμάμενες | τα | κρεμάμενα |
| κλητική | κρεμάμενοι | κρεμάμενες | κρεμάμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρεμάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος αρχαίου κρεμάννυμι
Μετοχή
κρεμάμενος, -η, -ο
- που βρίσκεται κρεμασμένος αυτή τη στιγμή, που κρέμεται (Η μετοχή χρησιμοποιειται κυρίως στη φράση επί ξύλου κρεμάμενος ή σε λογοπαίγνια με παρεμφερές νοημα. Η αρχική φράση καθιερώθηκε απο το Χρυσόστομο για τον τρόπο θανάτωσης του Χριστού)
- Είναι επί ξύλου κρεμάμενος : πέρα από το κυριολεκτικό νόημα, μεταφορικά σημαίνει τον "παντελώς αβοήθητο, τον αφημένο να υποφέρει"
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.