εκτεθειμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτεθειμένος | η | εκτεθειμένη | το | εκτεθειμένο |
| γενική | του | εκτεθειμένου | της | εκτεθειμένης | του | εκτεθειμένου |
| αιτιατική | τον | εκτεθειμένο | την | εκτεθειμένη | το | εκτεθειμένο |
| κλητική | εκτεθειμένε | εκτεθειμένη | εκτεθειμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτεθειμένοι | οι | εκτεθειμένες | τα | εκτεθειμένα |
| γενική | των | εκτεθειμένων | των | εκτεθειμένων | των | εκτεθειμένων |
| αιτιατική | τους | εκτεθειμένους | τις | εκτεθειμένες | τα | εκτεθειμένα |
| κλητική | εκτεθειμένοι | εκτεθειμένες | εκτεθειμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκτεθειμένος < παθητική μετοχή παρακειμένου του εκτίθεμαι
Μετοχή
εκτεθειμένος
- απροστάτευτος, απροφύλακτος, ακάλυπτος
- το σπίτι ήταν εκτεθειμένο στο βοριά
- που κινδυνεύει να αμφισβητηθεί η ακεραιότητά του
- εγγυήθηκα για το χρέος σου και με άφησες εκτεθειμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.