εκτεθειμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτεθειμένος η εκτεθειμένη το εκτεθειμένο
      γενική του εκτεθειμένου της εκτεθειμένης του εκτεθειμένου
    αιτιατική τον εκτεθειμένο την εκτεθειμένη το εκτεθειμένο
     κλητική εκτεθειμένε εκτεθειμένη εκτεθειμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτεθειμένοι οι εκτεθειμένες τα εκτεθειμένα
      γενική των εκτεθειμένων των εκτεθειμένων των εκτεθειμένων
    αιτιατική τους εκτεθειμένους τις εκτεθειμένες τα εκτεθειμένα
     κλητική εκτεθειμένοι εκτεθειμένες εκτεθειμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκτεθειμένος < παθητική μετοχή παρακειμένου του εκτίθεμαι

Μετοχή

εκτεθειμένος

  1. απροστάτευτος, απροφύλακτος, ακάλυπτος
    το σπίτι ήταν εκτεθειμένο στο βοριά
  2. που κινδυνεύει να αμφισβητηθεί η ακεραιότητά του
    εγγυήθηκα για το χρέος σου και με άφησες εκτεθειμένο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.