κρέμομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρέμομαι < μεσαιωνική ελληνική κρέμομαι < αρχαία ελληνική κρέμαμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾe.mo.me/

Ρήμα

κρέμομαι

  1. είμαι αναρτημένος κάπου ψηλά
  2. έχω κατέβει χαμηλότερα απ’ ό,τι πρέπει και (ενδεχομένως) χάσκω ή φαίνομαι άσχημα
  3. (μεταφορικά) εξαρτώμαι
    Από την ταχύτητα σου κρέμεται η επιτυχία του σχεδίου μας. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)

Εκφράσεις

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. κρέμομαι κρεμόμουν(α) θα κρέμομαι να κρέμομαι
β' ενικ. κρέμεσαι κρεμόσουν(α) θα κρέμεσαι να κρέμεσαι κρέμου
γ' ενικ. κρέμεται κρεμόταν(ε) θα κρέμεται να κρέμεται
α' πληθ. κρεμόμαστε κρεμόμαστε
κρεμόμασταν
θα κρεμόμαστε να κρεμόμαστε
β' πληθ. κρέμεστε κρεμόσαστε
κρεμόσασταν
θα κρέμεστε να κρέμεστε κρέμεστε
γ' πληθ. κρέμονται κρέμονταν
κρεμόντουσαν
θα κρέμονται να κρέμονται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.