κρεμιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρεμιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος κρεμώ

Ρήμα

κρεμιέμαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος κρεμώ
  2. πιάνομαι από κάποιο ψηλό σημείο χωρίς τα πόδια μου να πατούν κάπου
  3. (μεταφορικά) εξαρτώμαι σε υπερβολικό βαθμό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.