σταμάτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σταμάτημα | τα | σταματήματα |
| γενική | του | σταματήματος | των | σταματημάτων |
| αιτιατική | το | σταμάτημα | τα | σταματήματα |
| κλητική | σταμάτημα | σταματήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σταμάτημα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σταματώ, διακοπή ή παύση
- ※ Χρειάστηκε κάπου τρία τέταρτα για να διασχίσει τη λεωφόρο, με διαδοχικά ξεκινήματα και σταματήματα, ωσότου αντικρίσει τις στήλες του Ολυμπίου Διός. (Τάσος Αθανασιάδης (1984) Οι τελευταίοι εγγονοί [μυθιστόρημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.