ανάποδα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάποδα < ανάποδ(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.po.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανάποδα

Επίρρημα

ανάποδα

  1. με κατεύθυνση κίνησης προς τα πίσω
  2. με τρόπο αντίθετο από τον συνηθισμένο

Εκφράσεις

  • βγάζω την πίστη ανάποδα - (μου) βγαίνει η πίστη ανάποδα
  • βγάζω την ψυχή ανάποδα - (μου) βγαίνει η ψυχή ανάποδα
  • βλέπω τα κυπαρίσσια ανάποδα
  • βλέπω τα ραδίκια ανάποδα
  • (μου) έρχονται ανάποδα
  • κακά, ψυχρά κι ανάποδα
  • ξυπνάω ανάποδα
  • τα στραβά κι ανάποδα
  • το πήρε ανάποδα δείτε την έκφραση: το πήρε από την ανάποδη

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ανάποδος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανάποδα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.