συγχέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγχέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγχέω < συγ- + χέω (χύνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋˈçe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγχέω

Ρήμα

συγχέω, πρτ.: συνέχεα, αόρ.: σύγχυσα/συνέχυσα, παθ.φωνή: συγχέομαι, π.αόρ.: συγχύθηκα, μτχ.π.π.: συγκεχυμένος (συνήθως στο ενεστωτικό θέμα)

  1. δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορά, μπερδεύω, δεν διακρίνω διαφορά μεταξύ δύο πραγμάτων ή προσώπων που έχουν κάποιου είδους συνάφεια
    Νομίζω ότι συγχέεις την κομματικοποιήση με την πολιτικοποίηση.

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συγχέω < συγ- + χέω

Ρήμα

συγχέω

  1. ανακατεύω με άτακτο τρόπο
  2. καταστρέφω
  3. ματαιώνω
  4. (ειδικότερα) (για συμφωνία) παραβιάζω
  5. (ειδικότερα) (για πόλεμο) διεγείρω, προκαλώ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.