συγχέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγχέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγχέω < συγ- + χέω (χύνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋˈçe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐χέ‐ω
Ρήμα
συγχέω, πρτ.: συνέχεα, αόρ.: σύγχυσα/συνέχυσα, παθ.φωνή: συγχέομαι, π.αόρ.: συγχύθηκα, μτχ.π.π.: συγκεχυμένος (συνήθως στο ενεστωτικό θέμα)
- δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορά, μπερδεύω, δεν διακρίνω διαφορά μεταξύ δύο πραγμάτων ή προσώπων που έχουν κάποιου είδους συνάφεια
- ↪ Νομίζω ότι συγχέεις την κομματικοποιήση με την πολιτικοποίηση.
Συγγενικά
- ασύγχυτα (επίρρημα)
- ασύγχυτος (διαφορετικό το ασύγχυστος)
- συγκεχυμένος
- σύγχυση (στη σημασία: ασάφεια)
- → και δείτε τις λέξεις συγχίζω, συγχύζω και χύνω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Πηγές
- συγχέω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
συγχέω
- ανακατεύω με άτακτο τρόπο
- καταστρέφω
- ματαιώνω
- (ειδικότερα) (για συμφωνία) παραβιάζω
- (ειδικότερα) (για πόλεμο) διεγείρω, προκαλώ
Πηγές
- συγχέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγχέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.