πρόσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρόσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσω

Επίρρημα

πρόσω

Εκφράσεις

  • επί τα πρόσω (λόγιο)

ναυτική ορολογία:

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίρρημα

πρόσω και πόρσω και πόρρω

  1. (για κίνηση) προς τα εμπρός
  2. (για τμήμα) μπροστά, το μπροστινό μέρος
  3. (για χρόνο) προς τα εμπρός
  4. (για απόσταση) πολύ μακριά
    • (με γενική) πολύ μακριά από
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.