κράτος εν κράτει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
κράτος εν κράτει (μονοτονική γραφή της έκφρασης κράτος ἐν κράτει)
- ανεξάρτητο κράτος που βρίσκεται μέσα στην επικράτεια κάποιου μεγαλύτερου
- (μεταφορικά) ομάδα που έχει αποκτήσει δύναμη και συμπεριφέρεται σαν αυτόνομη εξουσία
Μεταφράσεις
κράτος εν κράτει
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.