κουζίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουζίνα | οι | κουζίνες |
| γενική | της | κουζίνας | των | κουζινών |
| αιτιατική | την | κουζίνα | τις | κουζίνες |
| κλητική | κουζίνα | κουζίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
.jpg.webp)
η κουζίνα ενός εστιατορίου στις ΗΠΑ

ηλεκτρική κουζίνα για μαγείρεμα

φαγητά από την κινέζικη κουζίνα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈzi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ζί‐να
Ουσιαστικό
κουζίνα θηλυκό
- o χώρος όπου ετοιμάζονται και μαγειρεύονται οι τροφές
- ↪ μια φωτισμένη κουζίνα
- ※ Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω κάτι να φάμε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (γαστρονομία) η μαγειρική τέχνη της ετοιμασίας και μαγειρικής των τροφών
- ↪ η γαλλική κουζίνα, η κινεζική κουζίνα
- (συσκευή) πάνω στην οποία ψήνονται οι τροφές
- ↪ ηλεκτρική κουζίνα, το μάτι της κουζίνας
Μεταφράσεις
το δωμάτιο
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.