κοτάβα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοτάβα} < (λόγιο δάνειο) αγγλική Kotava

Ουσιαστικό

κοτάβα άκλιτο θηλυκό

  • (γλώσσα) διεθνής τεχνητή γλώσσα

κωδικός: avk

  • Kotava στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.