κουζινάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουζινάκι τα κουζινάκια
      γενική
    αιτιατική το κουζινάκι τα κουζινάκια
     κλητική κουζινάκι κουζινάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κουζινάκι με δυο μάτια

Ετυμολογία

κουζινάκι < κουζίνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

κουζινάκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουζίνα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.