μαγερειό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαγερειό | τα | μαγερειά |
| γενική | του | μαγερειού | των | μαγερειών |
| αιτιατική | το | μαγερειό | τα | μαγερειά |
| κλητική | μαγερειό | μαγερειά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
μαγερειό < μαγειρειό με τροπή [ir] > [eɾ]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ʝeɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γε‐ριό
Ουσιαστικό
μαγερειό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη προφορά του μαγειρείο → δείτε τη λέξη μαγειρείο
- ※ Φέρε πρώτα ψωμί, ελιές κι ό,τι άλλο βρεις στο μαγερειό και κατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχτα. (Ισίδωρος Ζουργός (2014) Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
μαγερειό
|
→ δείτε τη λέξη μαγειρείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.