κουζινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουζινικός η κουζινική το κουζινικό
      γενική του κουζινικού της κουζινικής του κουζινικού
    αιτιατική τον κουζινικό την κουζινική το κουζινικό
     κλητική κουζινικέ κουζινική κουζινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουζινικοί οι κουζινικές τα κουζινικά
      γενική των κουζινικών των κουζινικών των κουζινικών
    αιτιατική τους κουζινικούς τις κουζινικές τα κουζινικά
     κλητική κουζινικοί κουζινικές κουζινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουζινικός < κουζίνα + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.zi.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουζινικός

Επίθετο

κουζινικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την κουζίνα ή αναφέρεται σ' αυτή
    κουζινικός εξοπλισμός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κουζινικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • κουζινικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.