κουζινέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουζινέτο | τα | κουζινέτα |
| γενική | του | κουζινέτου | των | κουζινέτων |
| αιτιατική | το | κουζινέτο | τα | κουζινέτα |
| κλητική | κουζινέτο | κουζινέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κουζινέτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
κουζινέτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.