κουζινικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κουζινικά | ||
| γενική | των | κουζινικών | ||
| αιτιατική | τα | κουζινικά | ||
| κλητική | κουζινικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουζινικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουζινικός στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.zi.niˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ζι‐νι‐κά
Ουσιαστικό
κουζινικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- πιατικά
- κατσαρολικά
- τεντζερέδια
- Κατηγορία:Κουζινικά (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
κουζινικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κουζινικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (κουζινικό) του κουζινικός
Πηγές
- κουζινικά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κουζινικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κουζινικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.