κουζινικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κουζινικά
      γενική των κουζινικών
    αιτιατική τα κουζινικά
     κλητική κουζινικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουζινικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουζινικός στον πληθυντικό

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.zi.niˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουζινικά

Ουσιαστικό

κουζινικά ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κουζινικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.