kuchnia

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkuçɲa/
 

Ουσιαστικό

kuchnia (pl) θηλυκό

  1. η κουζίνα
    • το δωμάτιο, ο χώρος παρασκευής φαγητού
    • η συσκευή
    • το σύνολο των χαρακτηριστικών κάποιου ατόμου ή ομάδας ή έθνους που διαφοροποιούν τα φαγητά τους και τον τρόπο παρασκευής από άλλα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.