κομμουνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομμουνισμός οι κομμουνισμοί
      γενική του κομμουνισμού των κομμουνισμών
    αιτιατική τον κομμουνισμό τους κομμουνισμούς
     κλητική κομμουνισμέ κομμουνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομμουνισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική communisme < commun (κοινός) + -isme (-ισμός) < λατινική communis < παλαιά λατινικά comoine[m] / *comoenus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱom-moy-n- < *mey- (αλλάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.mu.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομμουνισμός

Ουσιαστικό

κομμουνισμός αρσενικό

Συγγενικά

οι μορφές, με κομμουν-, κομουν-

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.