ΚΚΕ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΚΚΕ < : Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδας
Συντομομορφή
ΚΚΕ ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- (πολιτική): ελληνικό ιστορικό πολιτικό κόμμα
- ※ κάπα-κάπα-ε, το κόμμα σου λαέ (διαχρονικό σύνθημα του κόμματος
- ※ αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το κου-κου-ε (πολιτικό σύνθημα του κόμματος τη δεκαετία του 1981)
- ΣΕΚΕ (από την αρχική ονομασία του κόμματος, 1918-1924)
- ΔΚΚΕ
- ΕΣΚΚΕ
- Μ-Λ ΚΚΕ
- ΚΚΕ (μ-λ)
-
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ΚΚΕ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.