μαρξισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαρξισμός | οι | μαρξισμοί |
| γενική | του | μαρξισμού | των | μαρξισμών |
| αιτιατική | τον | μαρξισμό | τους | μαρξισμούς |
| κλητική | μαρξισμέ | μαρξισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μαρξισμός αρσενικό (αδόκιμο στον πληθυντικό)
- (* πολιτική, οικονομία) η οικονομική, πολιτική και κοινωνική θεωρία του Μαρξ και του Έγκελς που βασίζεται στην πάλη των τάξεων με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού συστήματος.
- η κοινωνική και οικονομική θεωρία που διατυπώθηκε από τον Καρλ Μαρξ και που αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων.
Συγγενικά
- μαρξικός
- μαρξιστής, μαρξίστρια
- μαρξιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.