άμεσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άμεσος | η | άμεση | το | άμεσο |
| γενική | του | άμεσου | της | άμεσης | του | άμεσου |
| αιτιατική | τον | άμεσο | την | άμεση | το | άμεσο |
| κλητική | άμεσε | άμεση | άμεσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άμεσοι | οι | άμεσες | τα | άμεσα |
| γενική | των | άμεσων | των | άμεσων | των | άμεσων |
| αιτιατική | τους | άμεσους | τις | άμεσες | τα | άμεσα |
| κλητική | άμεσοι | άμεσες | άμεσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άμεσος < αρχαία ελληνική ἄμεσος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) immédiat)
Επίθετο
άμεσος, -η, -ο
- που γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση άλλου
- (για χρονικό διάστημα) κοντινός, που γίνεται απευθείας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.