σοσιαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σοσιαλισμός | οι | σοσιαλισμοί |
| γενική | του | σοσιαλισμού | των | σοσιαλισμών |
| αιτιατική | τον | σοσιαλισμό | τους | σοσιαλισμούς |
| κλητική | σοσιαλισμέ | σοσιαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοσιαλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική socialisme[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.si.a.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐σι‐α‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
σοσιαλισμός αρσενικό
- (οικονομία, πολιτική) οικονομική και κοινωνική θεωρία με αρκετά διαφοροποιημένες μεταξύ τους ερμηνείες και τάσεις από τη γένεσή της μέχρι τον 21ο αιώνα, αλλά που σε γενικές γραμμές υιοθετεί τον κοινωνικό ή κρατικό έλεγχο (μερικώς ή απολύτως) των μέσων παραγωγής και της κατανομής του εισοδήματος
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
σοσιαλισμός
Αναφορές
- σοσιαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.