κομμουνισταριό

Ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

κομμουνισταριό ουδέτερο

  1. υποτιμητικά ο κομμουνιστής, το κομμούνι
  2. απαξιωτικά η κομμούνα
  3. (μεταφορικά) για χαώδη κατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.