ευκοίλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκοίλιος η ευκοίλια το ευκοίλιο
      γενική του ευκοίλιου της ευκοίλιας του ευκοίλιου
    αιτιατική τον ευκοίλιο την ευκοίλια το ευκοίλιο
     κλητική ευκοίλιε ευκοίλια ευκοίλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκοίλιοι οι ευκοίλιες τα ευκοίλια
      γενική των ευκοίλιων των ευκοίλιων των ευκοίλιων
    αιτιατική τους ευκοίλιους τις ευκοίλιες τα ευκοίλια
     κλητική ευκοίλιοι ευκοίλιες ευκοίλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευκοίλιος < ελληνιστική κοινή εὐκοίλιος < αρχαία ελληνική εὖ + κοιλία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική relâché[1])

Επίθετο

ευκοίλιος, -α, -ο

  1. ο σχετιζόμενος με ευκοιλιότητα, με διάρροια, με κόπρανα που είναι κατά κύριο λόγο σε υγρή μορφή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ευκοίλια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.