ουροποιητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουροποιητικός η ουροποιητική το ουροποιητικό
      γενική του ουροποιητικού της ουροποιητικής του ουροποιητικού
    αιτιατική τον ουροποιητικό την ουροποιητική το ουροποιητικό
     κλητική ουροποιητικέ ουροποιητική ουροποιητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουροποιητικοί οι ουροποιητικές τα ουροποιητικά
      γενική των ουροποιητικών των ουροποιητικών των ουροποιητικών
    αιτιατική τους ουροποιητικούς τις ουροποιητικές τα ουροποιητικά
     κλητική ουροποιητικοί ουροποιητικές ουροποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουροποιητικός < ουροποίηση + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /u.ɾo.pi.i.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουροποιητικός

Επίθετο

ουροποιητικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.