συνομοταξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνομοταξία | οι | συνομοταξίες |
| γενική | της | συνομοταξίας | των | συνομοταξιών |
| αιτιατική | τη | συνομοταξία | τις | συνομοταξίες |
| κλητική | συνομοταξία | συνομοταξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συνομοταξία θηλυκό
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα που αποτελείται από συγγενείς μεταξύ τους ομοταξίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.