γαστρεντερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαστρεντερικός | η | γαστρεντερική | το | γαστρεντερικό |
| γενική | του | γαστρεντερικού | της | γαστρεντερικής | του | γαστρεντερικού |
| αιτιατική | τον | γαστρεντερικό | τη | γαστρεντερική | το | γαστρεντερικό |
| κλητική | γαστρεντερικέ | γαστρεντερική | γαστρεντερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαστρεντερικοί | οι | γαστρεντερικές | τα | γαστρεντερικά |
| γενική | των | γαστρεντερικών | των | γαστρεντερικών | των | γαστρεντερικών |
| αιτιατική | τους | γαστρεντερικούς | τις | γαστρεντερικές | τα | γαστρεντερικά |
| κλητική | γαστρεντερικοί | γαστρεντερικές | γαστρεντερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γαστρεντερικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην κοιλιά και τα έντερα, γενικότερα στο πεπτικό σύστημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γαστρεντερικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.