ξεκοιλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεκοιλιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκοιλιάζω < ξε- + κοιλιά < αρχαία ελληνική κοιλία
Ρήμα
ξεκοιλιάζω, πρτ.: ξεκοίλιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεκοιλιάσω, αόρ.: ξεκοίλιασα, παθ.φωνή: ξεκοιλιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεκοιλιασμένος
Συγγενικά
- ξεκοίλιασμα
- → δείτε τη λέξη κοιλιά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεκοιλιάζω | ξεκοίλιαζα | θα ξεκοιλιάζω | να ξεκοιλιάζω | ξεκοιλιάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεκοιλιάζεις | ξεκοίλιαζες | θα ξεκοιλιάζεις | να ξεκοιλιάζεις | ξεκοίλιαζε | |
| γ' ενικ. | ξεκοιλιάζει | ξεκοίλιαζε | θα ξεκοιλιάζει | να ξεκοιλιάζει | ||
| α' πληθ. | ξεκοιλιάζουμε | ξεκοιλιάζαμε | θα ξεκοιλιάζουμε | να ξεκοιλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεκοιλιάζετε | ξεκοιλιάζατε | θα ξεκοιλιάζετε | να ξεκοιλιάζετε | ξεκοιλιάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεκοιλιάζουν(ε) | ξεκοίλιαζαν ξεκοιλιάζαν(ε) |
θα ξεκοιλιάζουν(ε) | να ξεκοιλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεκοίλιασα | θα ξεκοιλιάσω | να ξεκοιλιάσω | ξεκοιλιάσει | ||
| β' ενικ. | ξεκοίλιασες | θα ξεκοιλιάσεις | να ξεκοιλιάσεις | ξεκοίλιασε | ||
| γ' ενικ. | ξεκοίλιασε | θα ξεκοιλιάσει | να ξεκοιλιάσει | |||
| α' πληθ. | ξεκοιλιάσαμε | θα ξεκοιλιάσουμε | να ξεκοιλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεκοιλιάσατε | θα ξεκοιλιάσετε | να ξεκοιλιάσετε | ξεκοιλιάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεκοίλιασαν ξεκοιλιάσαν(ε) |
θα ξεκοιλιάσουν(ε) | να ξεκοιλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεκοιλιάσει | είχα ξεκοιλιάσει | θα έχω ξεκοιλιάσει | να έχω ξεκοιλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεκοιλιάσει | είχες ξεκοιλιάσει | θα έχεις ξεκοιλιάσει | να έχεις ξεκοιλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεκοιλιάσει | είχε ξεκοιλιάσει | θα έχει ξεκοιλιάσει | να έχει ξεκοιλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεκοιλιάσει | είχαμε ξεκοιλιάσει | θα έχουμε ξεκοιλιάσει | να έχουμε ξεκοιλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεκοιλιάσει | είχατε ξεκοιλιάσει | θα έχετε ξεκοιλιάσει | να έχετε ξεκοιλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεκοιλιάσει | είχαν ξεκοιλιάσει | θα έχουν ξεκοιλιάσει | να έχουν ξεκοιλιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.