κοιλιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοιλιακός | η | κοιλιακή | το | κοιλιακό |
| γενική | του | κοιλιακού | της | κοιλιακής | του | κοιλιακού |
| αιτιατική | τον | κοιλιακό | την | κοιλιακή | το | κοιλιακό |
| κλητική | κοιλιακέ | κοιλιακή | κοιλιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοιλιακοί | οι | κοιλιακές | τα | κοιλιακά |
| γενική | των | κοιλιακών | των | κοιλιακών | των | κοιλιακών |
| αιτιατική | τους | κοιλιακούς | τις | κοιλιακές | τα | κοιλιακά |
| κλητική | κοιλιακοί | κοιλιακές | κοιλιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.