κοίλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοίλος η κοίλη το κοίλο
      γενική του κοίλου της κοίλης του κοίλου
    αιτιατική τον κοίλο την κοίλη το κοίλο
     κλητική κοίλε κοίλη κοίλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοίλοι οι κοίλες τα κοίλα
      γενική των κοίλων των κοίλων των κοίλων
    αιτιατική τους κοίλους τις κοίλες τα κοίλα
     κλητική κοίλοι κοίλες κοίλα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοίλος < αρχαία ελληνική κοῖλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈlos/

Επίθετο

κοίλος, -η, -ο

  1. κυρτός, σκαμμένος προς τα μέσα
  2. εσωτερικά κενός, κούφιος

Εκφράσεις

  • κοίλη φλέβα (ανατομία)
  • κοίλο, κοίλον (θεάτρου)
  • κοίλον τυμπάνου (ανατομία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.