κοιλάρφανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοιλάρφανος | η | κοιλάρφανη | το | κοιλάρφανο |
| γενική | του | κοιλάρφανου | της | κοιλάρφανης | του | κοιλάρφανου |
| αιτιατική | τον | κοιλάρφανο | την | κοιλάρφανη | το | κοιλάρφανο |
| κλητική | κοιλάρφανε | κοιλάρφανη | κοιλάρφανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοιλάρφανοι | οι | κοιλάρφανες | τα | κοιλάρφανα |
| γενική | των | κοιλάρφανων | των | κοιλάρφανων | των | κοιλάρφανων |
| αιτιατική | τους | κοιλάρφανους | τις | κοιλάρφανες | τα | κοιλάρφανα |
| κλητική | κοιλάρφανοι | κοιλάρφανες | κοιλάρφανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοιλάρφανος < κοιλ- + αρφανός[1] < αρχαία ελληνική ὀρφανός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈlaɾ.fa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λάρ‐φα‐νος
Επίθετο
κοιλάρφανος, -η, -ο
Μεταφράσεις
κοιλάρφανος
Αναφορές
- κοιλάρφανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 445.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.