κύρτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κύρτωμα | τα | κυρτώματα |
| γενική | του | κυρτώματος | των | κυρτωμάτων |
| αιτιατική | το | κύρτωμα | τα | κυρτώματα |
| κλητική | κύρτωμα | κυρτώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈciɾ.to.ma/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.