κοιλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοιλιάρης | η | κοιλιάρα | το | κοιλιάρικο |
| γενική | του | κοιλιάρη | της | κοιλιάρας | του | κοιλιάρικου |
| αιτιατική | τον | κοιλιάρη | την | κοιλιάρα | το | κοιλιάρικο |
| κλητική | κοιλιάρη | κοιλιάρα | κοιλιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοιλιάρηδες | οι | κοιλιάρες | τα | κοιλιάρικα |
| γενική | των | κοιλιάρηδων | — | των | κοιλιάρικων | |
| αιτιατική | τους | κοιλιάρηδες | τις | κοιλιάρες | τα | κοιλιάρικα |
| κλητική | κοιλιάρηδες | κοιλιάρες | κοιλιάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοιλιάρης < μεσαιωνική ελληνική κοιλιάρης. Συγχρονικά αναλύεται σε κοιλι(ά) + -άρης.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈʎa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λιά‐ρης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοιλιά
Μεταφράσεις
κοιλιάρης
|
→ δείτε τη λέξη κοιλαράς |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κοιλιάρης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- κοιλιάρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.