κοιλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιλιάρης η κοιλιάρα το κοιλιάρικο
      γενική του κοιλιάρη της κοιλιάρας του κοιλιάρικου
    αιτιατική τον κοιλιάρη την κοιλιάρα το κοιλιάρικο
     κλητική κοιλιάρη κοιλιάρα κοιλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιλιάρηδες οι κοιλιάρες τα κοιλιάρικα
      γενική των κοιλιάρηδων των κοιλιάρικων
    αιτιατική τους κοιλιάρηδες τις κοιλιάρες τα κοιλιάρικα
     κλητική κοιλιάρηδες κοιλιάρες κοιλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοιλιάρης < μεσαιωνική ελληνική κοιλιάρης. Συγχρονικά αναλύεται σε κοιλι(ά) + -άρης.

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈʎa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοιλιάρης

Επίθετο

κοιλιάρης, -α, -ικο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κοιλιάρης < κοιλιά + -άρης

Επίθετο

κοιλιάρης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.