αυτόνομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόνομος η αυτόνομη το αυτόνομο
      γενική του αυτόνομου της αυτόνομης του αυτόνομου
    αιτιατική τον αυτόνομο την αυτόνομη το αυτόνομο
     κλητική αυτόνομε αυτόνομη αυτόνομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόνομοι οι αυτόνομες τα αυτόνομα
      γενική των αυτόνομων των αυτόνομων των αυτόνομων
    αιτιατική τους αυτόνομους τις αυτόνομες τα αυτόνομα
     κλητική αυτόνομοι αυτόνομες αυτόνομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτόνομος < αρχαία ελληνική αὐτόνομος, λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική autonome.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αυτό- + νόμ(ος) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfto.no.mpra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτόνομος

Επίθετο

αυτόνομος

  1. που βρίσκεται σε καθεστώς αυτονομίας, που καθορίζει μόνος του τους νόμους
    αυτόνομο κράτος
  2. (μεταφορικά) ανεξάρτητος, που δεν εξαρτάται από κάποιον άλλον για να λειτουργήσει
    ευτυχώς έχουμε αυτόνομη θέρμανση και μπορούμε να κανονίζουμε, σύμφωνα με τα οικονομικά μας πότε θα την σβηνουμε και ανάβουμε

Εκφράσεις

  • αυτόνομη θέρμανση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.