παρεισφρέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεισφρέω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρεισφρέω < παρά (παρ- + αρχαία ελληνική εἰσφρέω < εἰς + *φρέω [1], παρεισφρέω < φρ- (μηδενική βαθμίδα του φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰer- φέρω)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.riˈsfre.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρεισφρέω
παλιότερος συλλαβισμός: παρεισφρέω

Ρήμα

παρεισφρέω, πρτ.: παρεισέφρεα, αόρ.: παρεισέφρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λόγιο) εισέρχομαι με δόλο
  2. (λόγιο) εισέρχομαι τυχαία

Συνώνυμα

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις παρά, εις και φέρω

Σημειώσεις

  1. Το ρήμα αυτό απαντά μόνο σύνθετο: διαφρέω, εἰσφρέω, ἐκφρέω, ἐπεισφρέω
  • Συχνό ορθογραφικό λάθος: με κατάληξη -φρύω, κατά το παρεισδύω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.