κλάδεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλάδεμα | τα | κλαδέματα |
| γενική | του | κλαδέματος | των | κλαδεμάτων |
| αιτιατική | το | κλάδεμα | τα | κλαδέματα |
| κλητική | κλάδεμα | κλαδέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κλάδεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλαδεύω
- (μεταφορικά) (προφορικό) το βίαιο σταμάτημα του αντιπάλου ποδοσφαιριστή με τάκλιν
- κλάδευση
- αποκλάδιση
- αποκλάδωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
